επικριτικός

επικριτικός
η , ό[ν] осуждающий, порицающий; критикующий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επικριτικός" в других словарях:

  • επικριτικός — ή, ό (AM ἐπικριτικός) [επίκριση] μσν. νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει επίκριση, αρνητική κριτική («επικριτικά σχόλια») 2. (για πρόσ.) εκείνος που έχει την τάση να επικρίνει αρχ. επιβεβαιωτικός …   Dictionary of Greek

  • επικριτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επίκριση, που έχει την τάση να επικρίνει: Σχόλια επικριτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπικριτικά — ἐπικριτικός adjudicatory neut nom/voc/acc pl ἐπικριτικά̱ , ἐπικριτικός adjudicatory fem nom/voc/acc dual ἐπικριτικά̱ , ἐπικριτικός adjudicatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικριτικόν — ἐπικριτικός adjudicatory masc acc sg ἐπικριτικός adjudicatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικριτικοῦ — ἐπικριτικός adjudicatory masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικριτική — ἐπικριτικός adjudicatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικριτικήν — ἐπικριτικός adjudicatory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικριτικῶς — ἐπικριτικός adjudicatory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επονειδιστικός — ή, ό (AM ἐπονειδιστικός, ή, όν) [επονείδιστος] ονειδιοτικός, επικριτικός …   Dictionary of Greek

  • καταδικαστικός — ή, ό (Α καταδικαστικός, ή, όν) [καταδικαστής] αυτός που καταδικάζει, αυτός που συνεπάγεται καταδίκη («καταδικαστική απόφαση») νεοελλ. αποδοκιμαστικός, επικριτικός …   Dictionary of Greek

  • παρατηρητικός — ή, ό / παρατηρητικός, ή, όν, ΝΑ [παρατηρητής]· αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί, ο ικανός να ενεργεί παρατηρήσεις, οξυδερκής, διορατικός νεοελλ. αυτός που εκδηλώνει παρατήρηση ή επίκριση, επικριτικός, αποδοκιμαστικός («παρατηρητικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»